ακακοφόρμιστος

ακακοφόρμιστος
-η, -ο
αυτός που δεν κακοφόρμισε, δεν ερεθίστηκε: Ευτυχώς που το τραύμα του έμεινε ακακοφόρμιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακακοφόρμιστος — η, ο [κακοφορμίζω] (για τραύματα) αυτός που δεν κακοφόρμισε, που δεν πρήστηκε ή δεν μολύνθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”